- μεσαιπόλιος
- μεσαιπόλιοςhalf-greymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσαιπόλιος — μεσαιπόλιος, ον (Α) βλ. μεσοπόλιος … Dictionary of Greek
μεσαιπόλιον — μεσαιπόλιος half grey masc/fem acc sg μεσαιπόλιος half grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιπολίου — μεσαιπόλιος half grey masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιπολίους — μεσαιπόλιος half grey masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιπολίων — μεσαιπόλιος half grey masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιπόλιοι — μεσαιπόλιος half grey masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπόλιος — και μεσαιπόλιος, ον (ΑM) 1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης 2. (κατ επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο) ] … Dictionary of Greek
ραντοπόλιος — ον, Α ο μεσαιπόλιος, αυτός τού οποίου τα μαλλιά έχουν αρχίσει να ασπρίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντός «αυτὸς που έχει λευκές κηλίδες» + πολιός* «γκρίζος»] … Dictionary of Greek